- χορτάζω
- Α1. τρέφω βοσκήματα σε στάβλο ώστε να αυξηθεί το πάχος τους (α. «δὴ τότε [χειμῶνος ὥρην] χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας», Ησίοδ.β. «χορτάσω τὸν κάνθαρον», Αριστοφ.)2. (σχετικά με πρόσ.) ταΐζω3. (αμτβ.) χορταίνω («ἱκανῶς κεχόρτασμαι», Νικόστρ.)4. μτφ. παρέχω κάτι σε αφθονία («θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος. Για τη σημ. βλ. λ. χόρτος].
Dictionary of Greek. 2013.